κακοκαρδισμένος

κακοκαρδισμένος
η , ο огорчённый, расстроенный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κακοκαρδισμένος" в других словарях:

  • κακοφανίζω — 1. κάνω κάτι να φανεί σε κάποιον κακό, κακοκαρδίζω 2. (συν. η μτχ.) κακοφανισμένος, η, ο δυσαρεστημένος, κακοκαρδισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην τού φαίνομαι, κατά τα σε ίζω (πρβλ. α φανίζω, εμ φανίζω)] …   Dictionary of Greek

  • κακοκαρδίζω — κακοκαρδίζω, κακοκάρδισα, κακοκαρδισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: κακοκαρδίζω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή. Το ρ. έχει και τις δύο έννοιες → στενοχωρώ, στενοχωριέμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαριόκαρδος — η, ο αυτός που έχει βάρος στην καρδιά, κακοκαρδισμένος, πικραμένος, στενοχωρημένος: Μετά την αποτυχία του στις εξετάσεις είναι βαριόκαρδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοκαρδίζω — κακοκάρδισα, κακοκαρδισμένος 1. κάνω κάποιον να λυπηθεί: Γιατί μας κακοκαρδίζεις μ αυτά που λες; 2. στενοχωρούμαι: Μην κακοκαρδίζεις κι όλα θα διορθωθούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακόκαρδος — η, ο επίρρ. α κακοκαρδισμένος, στενοχωρημένος: Με όλα όσα συνέβησαν σήμερα είμαι κακόκαρδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»